Morphologia Graeca. 2013.
σκεύασιν — σκεύασις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύασις — άσεως, ἡ, Α [σκευάζω] σκευασία («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ) … Dictionary of Greek